Πρόληψη και αντιμετώπιση φαινομένων σχολικής βίας και εκφοβισμού

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στην εποχή μας ο σχολικός εκφοβισμός έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις με πολλές επιπτώσεις για τα θύματά του. Ο σχολικός εκφοβισμός δεν γνωρίζει ηλικία, φύλο, χρώμα, θρησκεία ή χώρα. Το φαινόμενο μπορούμε να το συναντήσουμε σε μικρές ηλικίες, ακόμα από τις πρώτες τάξεις του δημοτικού. Τα αποτελέσματα των επιθέσεων που μπορεί να δεχτεί κάποιο άτομο είναι ανησυχητικά, μια και επηρεάζεται η μετέπειτα πορεία της υγείας των θυμάτων, τόσο ψυχολογικά όσο και συναισθηματικά. Επιπρόσθετα, επιβαρύνεται και η μαθησιακή διαδικασία, καθώς δημιουργείται αρνητικό κλίμα στο σχολικό περιβάλλον.

Όσον αφορά τον ρόλο του σχολείου στην αντιμετώπιση και στην πρόληψη της σχολικής βίας, αυτός κρίνεται σημαντικός, δεδομένου ότι το σχολικό περιβάλλον έχει τη δυνατότητα να επηρεάσει τη συμπεριφορά μαθητών/τριών και να δράσει σαν μηχανισμός πρόληψης στην προσπάθεια αντιμετώπισης της ενδοσχολικής βίας. Έτσι, θεωρείται απαραίτητο να αναπτυχθούν άμεσα πρακτικές για την πρόληψη, την παρέμβαση, αλλά και τη μείωση του προβλήματος, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις βίας που καταγράφεται σε υψηλά ποσοστά στα σχολεία (π.χ. λεκτική βία, απειλή για σωματική βλάβη, συγκρούσεις στο σχολικό χώρο).

Η πρόληψη του σχολικού εκφοβισμού προϋποθέτει μεταξύ άλλων την καταγραφή, τη μελέτη, αλλά και την αντιμετώπιση των φαινομένων σε πρώιμο στάδιο, καθώς και την ευαισθητοποίηση και κινητοποίηση ολόκληρης της εκπαιδευτικής κοινότητας. Η σε βάθος κατανόηση ζητημάτων που άπτονται της σχολικής βίας και του εκφοβισμού, η συντονισμένη διαχείριση των ζητημάτων αυτών μέσα από τη δημιουργία δικτύων σε εθνικό και τοπικό επίπεδο είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για την ανάπτυξη στοχευμένων δράσεων.

 ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΛΗΨΗ ΚΑΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΩΝ ΒΙΑΣ ΣΕ ΕΠΙΠΕΔΟ ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΜΟΝΑΔΑΣ

Ο σχολικός εκφοβισμός επιτάσσει μια σειρά δράσεων σε σχολικό επίπεδο προκειμένου να προλαμβάνονται περιστατικά κάθε μορφής βίας. Κρίνεται αναγκαία η διαμόρφωση μίας στρατηγικής, η οποία θα υιοθετείται από όλα τα μέλη της εκπαιδευτικής μας κοινότητας. Ένας από τους κύριους στόχους μας για τη μείωση και την αντιμετώπιση των περιστατικών σχολικής βίας είναι η ανάπτυξη κοινής ευθύνης των μελών της σχολικής κοινότητας για την πρόληψη του. Οι εκπαιδευτικοί μας οφείλουν να συνεργάζονται μεταξύ τους, αναζητώντας αποτελεσματικές μεθόδους για την αντιμετώπιση και την επίλυση όσων περιστατικών – προβλημάτων ανακύπτουν.

Η στρατηγική του σχολείου μας περιλαμβάνει στόχους, που εδράζονται σε συγκεκριμένες αξίες. Έτσι, ο Διευθυντής και ο Σύλλογος Διδασκόντων για την πρόληψη και αντιμετώπιση της Σχολικής Βίας/Εκφοβισμού μπορούν:

  1. Να καταγράφουν τα περιστατικά βίας, θέτοντας υπό διακριτική παρακολούθηση θύτη-θύμα, ορίζοντας παράλληλα κάποιους/ες εκπαιδευτικούς ως αρμόδιους/ες παρακολούθησης του σχολικού εκφοβισμού.
  2. Να δημιουργούν κανόνες συμπεριφοράς, καθώς και τρόπους επίλυσης διαφορών που θα συνοψίζονται στον σχολικό κανονισμό. Ο σχολικός κανονισμός θα είναι προϊόν της συνεργασίας εκπαιδευτικών, μαθητών και γονέων. Θα μπορεί να ανατροφοδοτείται και να τροποποιείται ανάλογα με τις απαιτήσεις που θα δημιουργούνται.
  3. Να συζητούν τις βασικές αρχές που πρέπει να διέπουν τις σχέσεις με τους/τις μαθητές/τριές τους, αλλά και τους τρόπους πρόληψης, διαφορών και εντάσεων μέσα στην τάξη. Από τη συζήτηση αυτή θα προκύπτουν οι κανόνες της τάξης, οι οποίοι θα αναρτώνται σε εμφανές σημείο και θα γίνεται επίκλησή τους, όποτε παραβιάζονται.
  4. Να εξηγούν στους/στις μαθητές/τριες την έννοια και το περιεχόμενο των «Δικαιωμάτων του Παιδιού», έτσι ώστε να αντιλαμβάνονται τη σπουδαιότητα που πρέπει να κατέχει ο σεβασμός στη ζωή τους. Το σχολείο μπορεί να ορίσει μία μέρα ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης των μαθητών/τριών, που στόχο θα έχει την προώθηση της θετικής συμπεριφοράς και τη μεταξύ τους συνεργασία μέσα από ομαδικές δράσεις και παιχνίδια ρόλων .
  5. Να οργανώνουν δράσεις για την ανάπτυξη της ενσυναίσθησης και της πρόληψης του εκφοβισμού. Η ενσυναίσθηση συμβάλλει στην προαγωγή της ψυχικής υγείας, αλλά και στην αρμονική κοινωνικοποίηση των μαθητών/τριών. Μπορούν κατά τη διάρκεια των Εργαστηρίων Δεξιοτήτων να παρουσιάζονται θέματα που έχουν στόχο την ενημέρωση των μαθητών σε θέματα βίας και επιθετικότητας προκειμένου να σταματήσει ο κύκλος αναπαραγωγής και ενθάρρυνσης της ενδοσχολικής βίας.
  6. Να επικοινωνούν με τους γονείς των μαθητών/τριών, ενημερώνοντας τους τόσο για τη μαθησιακή τους πρόοδο όσο και για τη γενικότερη συμπεριφορά και ψυχοσυναισθηματική τους κατάσταση κατά τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς με στόχο την ανάπτυξη της μεταξύ τους συνεργασίας.
  7. Να δημιουργούν και να παρέχουν ευκαιρίες για θετική έκφραση της επιθετικότητας, για παράδειγμα μέσω διάφορων αθλητικών δραστηριοτήτων.
  8. Να μην προσβάλλουν την αξιοπρέπεια και την προσωπικότητα των μαθητών/τριών σε περίπτωση που συμπεριφέρονται ανάρμοστα. Να τους/τις εξηγούν, χωρίς την παρουσία άλλων ατόμων, τις επιπτώσεις των βλαπτικών συμπεριφορών τόσο για τους θύτες όσο και για τα θύματα.
  9. Να συνεργάζονται με υποστηρικτικούς μηχανισμούς (ψυχολόγους και κοινωνικούς λειτουργούς) για την αντιμετώπιση σοβαρών προβλημάτων που σχετίζονται με εξωσχολικούς παράγοντες, όπως είναι το οικογενειακό περιβάλλον.
  10. Να επιβλέπουν τους σχολικούς χώρους στα διαλείμματα με περισσότερες εφημερίες.

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΚΑΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΩΝ ΒΙΑΣ  ΣΕ ΕΠΙΠΕΔΟ ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΜΟΝΑΔΑΣ

(ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ- ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΑ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ)

Η σχολική βία και ο σχολικός εκφοβισμός αποτελούν ένα ευρύτερο κοινωνικό φαινόμενο, που δεν αφορά μόνο ειδικές ομάδες ή μειονότητες, αλλά ολόκληρο τον σχολικό πληθυσμό. Σύμφωνα με ερευνητικά πορίσματα, στην αναχαίτιση ή στην εκδήλωση της βίαιης συμπεριφοράς από τους/τις μαθητές/τριες σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν το σχολικό κλίμα, η σχολική διοίκηση και οι παρεμβάσεις των εκπαιδευτικών. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η έγκαιρη ανίχνευση των περιστατικών βίας που λαμβάνουν χώρα στο σχολείο, ώστε να είναι δυνατή μια παιδαγωγική παρέμβαση και να αποτρέπεται η κλιμάκωση του φαινομένου.

Το Δημοτικό Σχολείο Ασημίου, με τη συμβολή και σύμπραξη όλων των συμμετεχόντων της σχολικής κοινότητας, διαμόρφωσε το παρακάτω πλαίσιο διαχείρισης και αντιμετώπισης περιστατικών που άπτονται της σχολικής βίας και του εκφοβισμού, λαμβάνοντας υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των μαθητών/τριών και της τοπικής κοινωνίας, καθώς επίσης και τις ανάγκες και τα όποια προβλήματα των μαθητών/τριών.

1. Σε περιπτώσεις που μαθητής/τρια αναφέρει σε εκπαιδευτικό κατ’ ιδίαν, ενέργειες βίας ή απειλές σε βάρος του/της ή σε βάρος άλλων:

 Αρχικά, πραγματοποιείται κατ’ ιδίαν συζήτηση του/της εκπαιδευτικού με καθέναν/μία από τους/τις συμμετέχοντες/ουσες στο περιστατικό βίας ξεχωριστά. Συμμετέχοντες θεωρούνται το θύμα, ο/η θύτης και οι παρατηρητές, εφόσον υπάρχουν. Κατά τη διάρκεια αυτής της συζήτησης ο/η εκπαιδευτικός είναι απαραίτητο να διερευνήσει τις συμπεριφορές και τα συναισθήματά τους, χρησιμοποιώντας ερωτήσεις ανοιχτού τύπου, ώστε οι εμπλεκόμενοι/ες να αναπτύξουν τη σκέψη τους και να εκφραστούν ελεύθερα. Είναι απαραίτητο να έχει δημιουργηθεί κλίμα εμπιστοσύνης και ασφάλειας ανάμεσα στον/στην εκπαιδευτικό και τους/τις μαθητές/τριες, για να είναι εποικοδομητική η συζήτησή τους. Ο/η εκπαιδευτικός οφείλει να διατηρεί την ψυχραιμία του, να λειτουργεί με ενσυναίσθηση, να εμψυχώνει και να ενθαρρύνει την έκφραση όλων των συμμετεχόντων χρησιμοποιώντας την τεχνική της ενεργητικής ακρόασης.

  • Μετά τη διερεύνηση του περιστατικού, ο/η εκπαιδευτικός εξηγεί κατ’ ιδίαν στους/στις συμμετέχοντες/ουσες τη διαδικασία που θα ακολουθηθεί, εξασφαλίζει τη συναίνεσή τους να συμμετέχουν και θέτει τα όρια που θα πρέπει να τηρηθούν από όλες τις πλευρές, ώστε η διαδικασία που θα ακολουθήσει να είναι αποτελεσματική.
  • Ο/η εκπαιδευτικός συγκεντρώνει όλους/ες τους/τις συμμετέχοντες/ουσες, ώστε να ακουστούν οι απόψεις, οι σκέψεις και τα συναισθήματά τους για το περιστατικό βίας που συνέβη. Ζητάει από τους/τις συμμετέχοντες/ουσες να περιγράψουν τα γεγονότα, ποιες ήταν οι συνέπειες γι’ αυτούς/ές και επικεντρώνεται στα συναισθήματά τους. Ρωτάει πώς ένιωθαν κατά τη διάρκεια του περιστατικού και πώς νιώθουν τώρα. Καθοριστικά για τη θετική έκβαση της συζήτησης είναι η στάση του/της εκπαιδευτικού και το κλίμα που έχει διαμορφωθεί. Ο/η εκπαιδευτικός αποκλιμακώνει την ένταση, όταν υπάρχει, και διατηρεί ένα ουδέτερο κλίμα χρησιμοποιώντας ουδέτερη γλώσσα και εκφράσεις, αποφεύγοντας τη χρήση χαρακτηρισμών που μπορεί να στιγματίσουν κάποιον/α συμμετέχοντα/ουσα. Φροντίζει να υπάρχει ίση συμμετοχή στην κοινή συζήτηση, για να ακουστούν ισομερώς όλες οι πλευρές. Επιπρόσθετα, είναι πολύ σημαντικό να διασφαλίζεται η ασφάλεια του θύματος καθόλη τη διαδικασία αλλά και μετά. Αναφορικά με τον θύτη είναι απαραίτητο να αναγνωρίσει τις βλάβες και τις επιπτώσεις των πράξεων του/της τόσο ως προς το θύμα όσο και προς όλη τη σχολική κοινότητα. Τέλος, σε περίπτωση που συμμετέχουν στη συζήτηση και μαθητές/τριες-θεατές (παρατηρητές) του εν λόγω περιστατικού ο/η εκπαιδευτικός οφείλει να εξηγήσει τον σημαντικό ρόλο τους στην διαχείριση αλλά και στην πρόληψη ανάλογων περιστατικών, ενημερώνοντάς τους για τις συνέπειες της αδιαφορίας ή της παθητικότητάς τους στην αντιμετώπιση του φαινομένου και για την ανάγκη συνεργασίας όλων των μελών της σχολικής κοινότητας στη διαχείριση τέτοιων περιστατικών.
  • Ο/η εκπαιδευτικός παροτρύνει τους/τις συμμετέχοντες/ουσες να προτείνουν λύσεις στο πρόβλημα και τρόπους μέσω των οποίων το/τα θύμα/τα είναι δυνατόν να αποκατασταθεί/ούν.
  • Στο τέλος γίνεται από όλους ένας αναστοχασμός πάνω στην διαδικασία που προηγήθηκε. Καλούνται όλοι να πουν τι αποκόμισαν από τη διαδικασία αυτή και ποια αλλαγή επήλθε στα συναισθήματά τους και στον τρόπο σκέψης τους.
  • Μετά το πέρας της παρέμβασης ενημερώνονται για το περιστατικό οι γονείς των συμμετεχόντων/ουσών στα πλαίσια της συστημικής προσέγγισης. Είναι απαραίτητη η συνεχής και γόνιμη συνεργασία των εκπαιδευτικών με τους γονείς των μαθητών/τριών, προκειμένου να επέλθει αλλαγή στη συμπεριφορά των τελευταίων.
  • Μετά το πέρας της παρέμβασης, σε περίπτωση που κρίνεται απαραίτητο, οι συμμετέχοντες/ουσες παραπέμπονται στον/στην ψυχολόγο και κοινωνικό/ή λειτουργό του σχολείου, εφόσον το επιθυμούν.

Σκοπός της παραπάνω διαδικασίας είναι σε κάθε περίπτωση ο/η θύτης να αναλαμβάνει την ευθύνη των πράξεων του, να καταλαβαίνει το λάθος του/της και να προσπαθεί να αποκαταστήσει το/τα θύμα/τα. Δεν στιγματίζεται ούτε περιθωριοποιείται ο/η θύτης! Δεν ωφελεί ο/η θύτης να νιώσει ότι γίνεται αντικείμενο εκδίκησης. Ο/η θύτης θα πρέπει να επανενταχθεί ομαλά στη σχολική κοινότητα ως ισότιμο μέλος, το οποίο δεν προκαλεί πλέον βλάβη στα υπόλοιπα μέλη της κοινότητας (Καραβόλτσου, 2013). Πρέπει να διασφαλίζεται ότι το/τα θύμα/τα μετά το τέλος της διαδικασίας νιώθει/ουν ασφαλές/ή και δικαιωμένο/α. Οι εκπαιδευτικοί και η Διεύθυνση του σχολείου είναι σε εγρήγορση και ελέγχουν ανά τακτά διαστήματα πρωτίστως ότι ο/η μαθητής/τρια που στο παρελθόν είχε υπάρξει θύμα είναι ασφαλής και ότι ο/η μαθητής/τρια που στο παρελθόν είχε υπάρξει θύτης μπορεί να αυτορυθμιστεί και να συμπεριφέρεται ως οφείλει στα υπόλοιπα μέλη της σχολικής κοινότητας.

Ανάλογα με την βαρύτητα των ενεργειών, τα περιστατικά μπορεί να γίνουν αντικείμενο χειρισμού σε επίπεδο τάξης, σε επίπεδο Διεύθυνσης του σχολείου, σε επίπεδο υποστηρικτών δομών του σχολείου (ψυχολόγος και κοινωνικός/ή λειτουργός), σε επίπεδο Συντονιστή Εκπαιδευτικού Έργου (Σ.Ε.Ε.) ή Σ.Ε.Ε.  Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης ή στο Κέντρο Διεπιστημονικής Αξιολόγησης, Συμβουλευτικής Υποστήριξης (ΚΕΔΑΣΥ) Ηρακλείου ή και σε επίπεδο Συντονιστή Δράσεων της Περιφερειακής Δ/νσης Π.Ε. & Δ.Ε. Κρήτης, όταν πρόκειται για περιστατικά αυξημένης έντασης, συχνότητας ή βαρύτητας.

2. Σε περιπτώσεις επιθετικών συμπεριφορών που εμπλέκουν ή/και επηρεάζουν σημαντικό αριθμό μαθητών:

Το σχολείο  λαμβάνει μέτρα πέρα από την διαχείριση του περιστατικού, για την εκτόνωση της έντασης που τυχόν δημιουργείται στο σχολείο, αλλά και για τη σαφή εμπέδωση εκ μέρους των μαθητών/τριών των αρχών και αξιών που οφείλει να προασπίζεται και να εφαρμόζει ολόκληρη η σχολική κοινότητα (όπως π.χ. η απαγόρευση της βίας και των ρατσιστικών συμπεριφορών).

Α) Σε επίπεδο τάξης:

 Οι εκπαιδευτικοί εισάγουν και αποφασίζουν μαζί με τα παιδιά, φτιάχνοντας ένα συμβόλαιο, τους κανόνες κατά της σχολικής βίας που πρέπει πάντα να ακολουθούν. Συζητούν διεξοδικά με τους/τις μαθητές/τριες τους κανόνες αυτούς, για να βεβαιωθούν πως όλοι/ες έχουν κατανοήσει τη σημασία τους.

  • Προγραμματίζονται τακτικά συμβούλια εντός τάξης, στα οποία οι εκπαιδευτικοί με τους/τις μαθητές/τριές τους συζητούν θέματα σχετικά με τον σχολικό εκφοβισμό και τους εναλλακτικούς τρόπους αντίδρασης σε περιπτώσεις που οι μαθητές/τριες βρίσκονται αντιμέτωποι με κάποιο πρόβλημα ή ένα βίαιο περιστατικό.
  • Ο/η εκπαιδευτικός κάθε τάξης σε συνεργασία με τον/την ψυχολόγο, τον/την κοινωνικό/ή λειτουργό του σχολείου, με το Συντονιστή Εκπαιδευτικού Έργου (ΣΕΕ) ή και τη Σ.Ε.Ε. Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης σχεδιάζει και υλοποιεί ετήσιο πρόγραμμα Συναισθηματικής Αγωγής. Το πρόγραμμα αυτό βοηθά μαθητές/τριες να μάθουν, να εκφράζουν και να χειρίζονται τα συναισθήματά τους. Καλλιεργείται, έτσι, η ενσυναίσθηση και ενισχύεται η αυτοαντίληψη, η αυτοεκτίμηση και ο αυτοέλεγχός τους. Με το πέρασμα του χρόνου, αναμφίβολα ένα τέτοιο πρόγραμμα συντελεί στην αύξηση της συνεργατικής συμπεριφοράς και στη μείωση αντικοινωνικών δραστηριοτήτων (Παρασκευά, Παπαγιάννη, 2008).
  • Προτείνεται οι εκπαιδευτικοί να εντάξουν στον τρόπο διδασκαλίας τους το θεατρικό παιχνίδι και να συνδέουν τα μαθήματα του αναλυτικού προγράμματος με διάφορες μορφές τέχνης (μέθοδος Artful Thinking), ώστε οι μαθητές/τριες να έχουν τη δυνατότητα να εκφράζονται ελεύθερα, να μάθουν να στοχάζονται και να επιχειρηματολογούν, για να υποστηρίξουν τη γνώμη τους, ακόμα και όταν διαφωνούν με τους/τις συμμαθητές/τριές τους. Είναι ένας τρόπος, για να μάθουν να σέβονται τη γνώμη των άλλων και να μπορούν να υποστηρίξουν τη δική τους με λόγια, χωρίς διαπληκτισμούς ή απρεπείς χειρονομίες.

Β) Σε επίπεδο σχολείου:

Η Διεύθυνση και οι εκπαιδευτικοί σχεδιάζουν και αναπτύσσουν στοχευμένες δράσεις μέσα στη σχολική κοινότητα σε συνεργασία με τον/την ψυχολόγο και τον/την κοινωνικό/ή λειτουργό του σχολείου. Στο πλαίσιο αυτό επιδιώκεται, ενθαρρύνεται και πρέπει να διευκολύνεται η συνεργασία της σχολικής μονάδας με το Κέντρο Διεπιστημονικής Αξιολόγησης, Συμβουλευτικής και Υποστήριξης (ΚΕΔΑΣΥ) Ηρακλείου, τις ψυχοκοινωνικές υπηρεσίες του Δήμου Γόρτυνας, το Χαμόγελο του Παιδιού, το Κέντρο Πρόληψης των Εξαρτήσεων και Προαγωγής της Ψυχοκοινωνικής Υγείας Ηρακλείου Κρήτης (ΚΕΣΑΝ), το Κέντρο Ψυχικής Υγείας (Κ.Ψ.Υ) και το Κοινοτικό Κέντρο Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων Ηρακλείου (ΚΟΙ.ΚΕ.ΨΥΠΕ) που μαζί με το Κ.Ψ.Υ. αποτελούν αποκεντρωμένες δομές του Γενικού Νοσοκομείου στο Ηράκλειο.

3. Σε περιπτώσεις όπου κρίνεται απαραίτητη η συνδρομή ψυχοκοινωνικής υπηρεσίας για την αντιμετώπιση προβλημάτων σε επίπεδο ανηλίκου (συναφή ψυχοσυναισθηματικά ζητήματα) ή/και οικογένειας (δυσλειτουργίες και σύνοδες συμπεριφορές) :

  • Γίνεται πρόταση στους γονείς για προσφυγή σε δημόσιες υπηρεσίες της κοινότητας.
  • Εφόσον δεν υπάρχει ανταπόκριση από τους γονείς, η πρόταση αυτή μπορεί να λάβει χαρακτήρα γραπτής σύστασης, με την υπενθύμιση του καθήκοντος των γονέων να συνεργάζονται με το σχολείο και κάθε αρμόδια υπηρεσία για το συμφέρον των παιδιών τους.
  • Αν το σχολείο διαπιστώσει ότι σοβαρά προβλήματα στην οικογένεια εμποδίζουν τη λήψη κατάλληλων μέτρων για την φροντίδα του/της μαθητή/τριας, μπορεί να ενημερώσει την εισαγγελία ανηλίκων, για την περαιτέρω διερεύνηση της πιθανότητας ο γονεϊκός ρόλος να ασκείται πλημμελώς και για την λήψη των αναγκαίων πρόσφορων μέτρων (Α.Κ. 1532).

 4. Για περιστατικά που λαμβάνουν χώρα εκτός της σχολικής μονάδας, όπως στην είσοδο-έξοδο του σχολείου, σε δρόμους ή πλατείες ή/και στο διαδίκτυο, το σχολείο έχει δυνατότητα παρέμβασης:

  • Εφόσον προκαλούνται προφανείς ανεπιθύμητες συνέπειες και στη σχολική ζωή και καθημερινότητα, όπως π.χ. απειλές, εκφοβισμός, στοχοποίηση μαθητών/τριών.
  • Στις περιπτώσεις αυτές, εφόσον τα περιστατικά υποπίπτουν στην αντίληψη, ή/και τίθενται υπόψη των εκπαιδευτικών, οι ενέργειες τους είναι σκόπιμο να κατευθύνονται κυρίως στην συμφιλίωση, στην αποτροπή επανάληψης των πράξεων που προξενούν δυσάρεστα συναισθήματα σε μαθητές /τριες και στην αποκατάσταση τυχόν βλάβης που έχει προκληθεί (μέθοδος Επανορθωτικής Δικαιοσύνης, ανάλυση στις περιπτώσεις με αρίθμηση 1).